Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα
Η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και δυναμικότερους κλάδους της αγροτικής οικονομίας της Ελλάδας αφού με αυτήν δραστηριοποιούνται (κατά κύρια ή συμπληρωματική απασχόληση) περισσότερες από 450 χιλ. αγροτικές οικογένειες, κυρίως σε μειονεκτικές περιοχές.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2010, τα 157 εκατομμύρια ελαιόδεντρα σε ολόκληρη τη χώρα, καλύπτουν έκταση περίπου 8 εκατ. στρεμμάτων. Το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής των Ελλήνων, καθώς αντιπροσωπεύει περίπου το 4% της συνολικής δαπάνης για τρόφιμα (χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιοκατανάλωση).
Η χώρα μας κατέχει διεθνώς την τρίτη θέση στην παραγωγή ελαιόλαδου, μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Αν και η καλλιέργεια της ελιάς ευδοκιμεί σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, η Κρήτη και η Πελοπόννησος μοιράζονται το 75% της συνολικής ελληνικής παραγωγής. Σημαντικές επίσης περιοχές είναι το Ιόνιο, η Στερεά Ελλάδα και το Βορειοανατολικό Αιγαίο. Πέραν της οικονομικής της διάστασης, η ελαιοκαλλιέργεια έχει για τη χώρα μας τεράστια κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία καθώς συμβάλει καθοριστικά στη βιωσιμότητα μειονεκτικών περιοχών, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε αυτές, στην προστασία των εδαφών από τη διάβρωση και στην διατήρηση του φυσικού κάλλους του ελληνικού τοπίου.
Περιγραφή των Προϊόντων του Κλάδου
Σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Κοινοτικού Κανονισμού 865/04 «σχετικά με την Κοινή Οργάνωση Αγοράς Ελαιολάδου και Επιτραπέζιων Ελιών» οι ποιοτικές κατηγορίες των ελαιολάδων επιτρέπεται να διακινούνται και να πωλούνται ενδοκοινοτικά, εφόσον περιγράφονται και ορίζονται ως εξής:
Κατηγορίες Ελαιολάδου
- Παρθένα Ελαιόλαδα
Έλαια λαμβανόμενα από τον ελαιόκαρπο μόνο με μηχανικές μεθόδους ή άλλες φυσικές επεξεργασίες, με συνθήκες που δεν προκαλούν αλλοίωση του ελαίου, και τα οποία δεν έχουν υποστεί καμία άλλη επεξεργασία πλην της πλύσης, της μετάγγισης, της φυγοκέντρισης και της διήθησης. Εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διαλύτες, με βοηθητικές ύλες παραλαβής που έχουν χημική ή βιοχημική δράση, ή με μεθόδους επανεστεροποίησης ή πρόσμειξης με έλαια άλλης φύσης. Τα έλαια αυτά κατατάσσονται στην αναλυτική ταξινόμηση με τις ακόλουθες ονομασίες:- Εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο
Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 0,8 g ανά 100 g και τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτήν.- Παρθένο ελαιόλαδο
Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.- Ελαιόλαδο λαμπάντε
Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτήν. - Εξευγενισμένο ελαιόλαδο
Ελαιόλαδο λαμβανόμενο από τον εξευγενισμό παρθένων ελαιολάδων, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφρα- ζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 0,3 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτήν. - Ελαιόλαδο – αποτελούμενο από εξευγενισμένα ελαιόλαδα και παρθένα ελαιόλαδα
Έλαιο που λαμβάνεται από ανάμειξη εξευγενισμένου ελαιολάδου και παρθένων ελαιολάδων, εκτός από το ελαιόλαδο λαμπάντε, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει το 1 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτήν.
Κλαδική μελέτη ICAP, Δεκέμβριος 2014